- ψεδνοκάρηνος
- ψεδνο-κάρηνος [pron. full] [ᾰ], ον,A bald-headed, Orph.L.253.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψεδνοκάρηνος — bald headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεδνοκάρηνος — ον, ΜΑ ψεδνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek